- ακαλήφη
- (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι φυτά ποώδη ή θαμνώδη, μονοετή ή πολυετή. Έχουν φύλλα γυαλιστερά, άνθη χωρίς πέταλα που βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων και καρπό κάψα με 2 έως 3 χώρους μονόσπερμους. Φυτά καλλωπιστικά, καλλιεργούνται σε γλάστρες ή στην ύπαιθρο, και πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα. Τα γνωστότερα είδη του γένους, με την επιστημονική ονομασία τους, είναι η α. η ινδική, μονοετής πόα της Ινδίας και του Πακιστάν, με ύψος 30-100 εκ., με φύλλα πλατιά και ωοειδή και άνθη πρασινωπά, η α. η σκληρόθριξ, πολυετής θάμνος της Ινδίας, του Πακιστάν και της Νέας Γουινέας, με φύλλα ωοειδή, οδοντωτά και μυτερά στις άκρες. Τα άνθη της έχουν ζωηρό κόκκινο χρώμα. Τέλος, υπάρχει και η α. η τρίχρους,πολυετές είδος της Πολυνησίας, με φύλλα ωοειδή, μυτερά, γυαλιστερά με κόκκινες κηλίδες και άνθη κοκκινωπά.
Μια ακαλήφη, της οποίας διακρίνονται καθαρά τα υδροφόρα αγγεία που ξεκινούν από το στομάχι.
* * *η (Α ἀκαλήφη και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο1. η μέδουσα των Σκυμοζώων.2. Βοτ. βλ. ακαλύφηαρχ.1. κνίδη, τσουκνίδα«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (Αριστοτ. Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «ἀκαλήφη ἀττικῶς, κνίδη ἐλληνικῶς» (Μοίρις)2. μτφ. η σκληράδα, η τραχύτητα«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (Αριστοφ. Σφήκες, 884).[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., φανερή είναι μόνο η επίδραση (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας ἀκ- (πρβλ. λ.χ. ἄκανθα), ενώ η άποψη ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και λήμμα ακ-].
Dictionary of Greek. 2013.